- κοπροφορά
- κοπροφορά, ἡ (Α)επιγρ. φορτίο με κοπριά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπροφόρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοπροφόρα — κοπροφόρος carrying dung neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόπρος — Αρχαίος αττικός δήμος της Ιπποθοωντίδας φυλής. Βρισκόταν στο ομώνυμο νησί, το οποίο ορισμένοι νεότεροι ιστορικοί ταυτίζουν με το σημερινό Γαϊδουρονήσι, άλλοι με τη Λέρο και άλλοι με κάποιο νησάκι που υπήρχε κοντά στην Ελευσίνα, το οποίο σταδιακά… … Dictionary of Greek